- κρανεια
- κράνεια(ρᾰ), эп.-ион. κρᾰνείη ἥ1) дерево кизил
(τανύφλοιος Hom.)
2) кизиловое копье Plut., Anth.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τανύφλοιος Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κρανεία — κρανείᾱ , κράνεια cornelian cherry fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρανείᾳ — κρανείᾱͅ , κράνεια cornelian cherry fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράνεια — cornelian cherry fem nom/voc sg κράνειον fruit of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρανεία — η (Α κράνεια) βλ. κρανιά … Dictionary of Greek
κρανείας — κρανείᾱς , κράνεια cornelian cherry fem acc pl κρανείᾱς , κράνεια cornelian cherry fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρανειῶν — κράνεια cornelian cherry fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρανείαις — κράνεια cornelian cherry fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρανείης — κράνεια cornelian cherry fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράνειαι — κράνεια cornelian cherry fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράνειαν — κράνεια cornelian cherry fem acc sg κρά̱νειαν , κραίνω ṇ y aor opt act 3rd pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρανιά — Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των κορνιδών, η επιστημονική ονομασία του οποίου είναι Cornus sanguineα. Πρόκειται για φυλλοβόλο θάμνο, ύψους έως 3 μ., με κοκκινωπά κλαδιά και απλά, αντίθετα, ωοειδή, ακέραια και ελλειψοειδή φύλλα, με μικρό… … Dictionary of Greek